Αναγόρευση Κάλλιστου Ware σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ. Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ. Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Αναγόρευση Κάλλιστου Ware
σε Επίτιμο Διδάκτορα του
Τμήματος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ.
Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ.
Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Χαιρετισμός

Στην τελευταία προσευχή του λίγο πριν από τη σταύρωσή του ο Ιησούς παρακαλεί τον Πατέρα του να κρατήσει τους μαθητές του ασφαλείς και ενωμένους: «Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους ασφαλείς με τη δική σου δύναμη, τη δύναμη που χάρισες και σ’ εμένα, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς» (Ιωα 17:11β). Προϋπόθεση γι’ αυτήν την ενότητα είναι να κατανοήσουν το τι σημαίνει “αιώνια ζωή”, να αναγνωρίσουν, δηλαδή τον μόνο αληθινό Θεό (Ιωα 17:3), ενώ συνέπεια της ενότητας θα είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ιησούς είναι ο απεσταλμένος του Πατέρα (Ιωα 17:21). Η εξίσωση αυτή, αιώνιος ζωή = αναγνώριση του Θεού, συνοψίζει τον βιβλικό ορισμό της έννοιας “Θεολογία”, όπως τον κατανοεί η ορθόδοξη παράδοση. Θεολογία στην προκειμένη περίπτωση δεν σημαίνει θεωρητική γνώση του Θεού, αλλά την ικανότητα να δει κανείς το έργο του Θεού μέσα στην Ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος που καθ’ όλη την περίοδο μεταξύ Πάσχα και Πεντηκοστής το περιεχόμενο των βιβλικών αναγνωσμάτων των ακολουθιών σχετίζεται με τη μελέτη του έργου του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Ιστορία και για τον ίδιο λόγο η τελευταία Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή είναι αφιερωμένη στη μνήμη των 318 Πατέρων που πήραν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., αφού η ενότητα της Εκκλησίας κατανοείται ως το κατεξοχήν έργο του Αγίου Πνεύματος.
Είναι ακριβώς εκείνη η περίοδος της ιστορίας της Εκκλησίας που η χριστιανική πίστη βρέθηκε στην πιο κρίσιμη καμπή της, σε μια εποχή κατά την οποία βγαίνει από τις κατακόμβες και έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο που αμφισβητεί την αλήθεια της όχι πλέον σε πολιτικό αλλά σε θεωρητικό επίπεδο. Αναμφίβολα, η Ιστορία δεν γράφεται με “αν” ή με “εφόσον”. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν το “φως του Απόλλωνα” δεν συναντιόταν με το “φως του Θαβώρ”. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ποια θα ήταν η εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος αν δεν το προσλάμβανε ο χριστιανισμός, ούτε μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν η τύχη της ασήμαντης εκείνης ιουδαϊκής αίρεσης αν δεν αξιοποιούσε τις δυνατότητες που της προσέφερε ο ελληνισμός. Το βέβαιο, από τα ιστορικά πάντοτε δεδομένα, είναι ότι η συνάντηση των δύο πολιτιστικών παραδόσεων στους αιώνες που προηγήθηκαν της γέννησης του Χριστού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός πολιτισμού που καταύγασε την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Η θέση ότι ο ελληνισμός δάνεισε στον χριστιανισμό τη γλώσσα και τις μορφές έκφρασής του για τη διατύπωση της χριστιανικής θεολογίας είναι αναντίρρητα αποδεκτή από το σύνολο των ερευνητών. Όμως δεν ήταν αυτό το δάνειο που άλλαξε την πορεία της Ιστορίας και γέννησε έναν καινούργιο πολιτισμό. Αυτό που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτήν ήταν η συνάντηση στο πλαίσιο του χριστιανισμού δύο εντελώς διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, της ιουδαϊκής και της ελληνικής, δύο θεωρήσεων του κόσμου που εμφανίζονται εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Αν, λοιπόν, για την ιουδαϊκή σκέψη οτιδήποτε υπάρχει είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, ακόμη και αυθαίρετης, ελευθερίας του Θεού και των επεμβάσεών του μέσα στον χώρο και στον χρόνο, για την ελληνική νοοτροπία μια τέτοια ελευθερία που μπορεί να αυθαιρετεί απέναντι στον κόσμο και στην αρμονία του θεωρείται ύβρις. Έτσι, αν για τον Ιουδαίο το κέντρο βάρους πέφτει στο γινόμενο, στο ενεργούμενο, και γι’ αυτό βλέπει τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας, το ενδιαφέρον του Έλληνα εστιάζεται στο υπάρχον. Για τον Ιουδαίο που γίνεται χριστιανός το οντολογικό ερώτημα σχετικά με τον Χριστό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο· μπορεί εύκολα να κατανοήσει τον Χριστό ως μια επέμβαση του Θεού στον κόσμο. Αντίθετα, για να κατανοήσει ο Έλληνας το ευαγγέλιο, πρέπει πρώτα να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο σχετικό με το τι είναι ο Χριστός ερώτημα.
Η συνάντηση αυτή ιουδαϊκού και ελληνικού τρόπου σκέψης δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ακίνδυνη για όσους στοχαστές επιχείρησαν να συμβιβάσουν τις δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες. Πολλοί ήταν εκείνοι που αστόχησαν, κάποιοι όμως πέτυχαν και σ’ αυτούς ανήκουν αναμφίβολα οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και ήταν ακριβώς αυτή τους η επιτυχία που άνοιξε τη δυνατότητα τόσο για την εμφάνιση ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού όσο και για την επιβίωση των πολιτιστικών παραδόσεων που τον γέννησαν.
Σήμερα η χριστιανική πίστη βρίσκεται σε μια νέα κρίσιμη καμπή και αντιμετωπίζει προκλήσεις που θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με εκείνες που αντιμετώπισε κατά τον γ΄ και δ΄ μ.Χ. αιώνα. Σήμερα, όπως και τότε, ο κόσμος ολόκληρος έχει αποδυθεί σε μια εναγώνια αναζήτηση νέων αξιών και προσανατολισμών. Σήμερα η αγγλική γλώσσα, όπως και τότε η ελληνική, αποτελεί το κοινό εργαλείο επικοινωνίας των ανθρώπων, αλλά, όπως και τότε, η γλώσσα από μόνη της αδυνατεί να λειτουργήσει ενοποιητικά. Για την επίτευξη της ενότητας χρειάζεται και σήμερα, όπως και τότε, μια νέα σύνθεση που θα εδράζεται σταθερά στο γόνιμο έδαφος της παράδοσης, χωρίς όμως να χάνει από το οπτικό της πεδίο τη συνολική εικόνα ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία και ριζικά. Μόνον φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα άνθρωποι και κατάλληλα προετοιμασμένοι για αυτό το έργο, μπορούν να αντιληφθούν τα σημεία των καιρών και τις επερχόμενες αλλαγές. Ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware ανοίκει αναμφίβολα στη χορεία αυτών των ανθρώπων, όπως προκύπτει από το πλούσιο ακαδημαϊκό του έργο και την αναπτυσσόμενη μέσα σε αυτό θεολογία που έχει ως κέντρο της τον άνθρωπο και την ανάδειξη του ανθρωπίνου προσώπου καθώς επίσης και της ελευθερίας του να καλλιεργεί σχέσεις κοινωνίας και ειρήνης με ευαισθησία και αλληλεγγύη.
Τιμώντας σήμερα το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ. έναν τέτοιο στοχαστή και πνευματικό άνθρωπο καταφάσκει στην ιδέα της ανάπτυξης μιας θεολογίας με κέντρο τον άνθρωπο και την πραγματική σχέση του με τον Θεό. Με αυτές τις σκέψεις συγχαίρω την απόφαση του Τμήματος και καλωσορίζω τον μητροπολίτη Διοκλείας σεβασμιότατο Κάλλιστο στις τάξεις των επιτίμων διδακτόρων του!

Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.